ποντοπόρος

ποντοπόρος
-α, -ο
αυτός που πλέει στις μεγάλες θάλασσες: Ποντοπόρα πλοία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποντοπόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντόπορος — seafaring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρος — ο / ποντοπόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α 1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος νεοελλ. φρ. «ποντοπόρο πλοίο» πλοίο που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • ποντοπόροιο — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut gen sg (epic) ποντοπόρος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροις — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροισι — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροισιν — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρον — ποντοπόρος masc/fem acc sg ποντοπόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρου — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut gen sg ποντοπόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρους — ποντόπορος seafaring masc/fem acc pl ποντοπόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”